- κοσμητικῶν
- κοσμητικόςskilled in orderingfem gen plκοσμητικόςskilled in orderingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
επιθετομανία — η τάση για υπερβολική χρήση κοσμητικών επιθέτων στον λόγο … Dictionary of Greek
θωμασία — η βοτ. γένος κοσμητικών θάμνων ιθαγενές τής Αυστραλίας … Dictionary of Greek
αιματόλιθος — Ονομασία με την οποία είναι γνωστοί στη βιομηχανία των κοσμητικών λίθων οι συμπαγείς ή λεπτοϊνώδεις χαλυβδόφαιοι και, μερικές φορές, κοκκινωποί αιματίτες. Οι αιματίτες της πρώτης μορφής προέρχονται από τις Ανατολικές Ινδίες και τις επαρχίες του… … Dictionary of Greek
Κρίτων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Πλούσιος Αθηναίος πολίτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον δήμο Αλωπεκής και υπήρξε στενός φίλος και συνδημότης του Σωκράτη, με τον οποίο είχε την ίδια ηλικία. Στον ομώνυμο διάλογο –Κρίτων–… … Dictionary of Greek
επιθετομανία — η η τάση για υπερβολική χρήση κοσμητικών επιθέτων στο λόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)